Ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια…

γράφει η Ελεονώρα Γκουσιάρη,
Ψυχολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη, Ξενώνες Εφήβων «Πλόες» - Ε.ΨΥ.ΜΕ.


Ο Jean Cocteau, δια στόματος του Ψεύτη1 του στο ομώνυμο μονόπρακτο (που στην ελληνική απόδοση έγινε Ψεύτρα), παραθέτει τη δυστυχία του ομιλούντος που εκμυστηρεύεται ότι είναι ψεύτης:

«Θα ’θελα να έλεγα την αλήθεια. Την αγαπώ την αλήθεια. Αλλά δεν μ’ αγαπάει εκείνη… Από την στιγμή που θα την πω την αλήθεια, αυτή αλλάζει μορφή και στρέφεται εναντίον μου. Όταν με ρωτάνε κάτι, εγώ θέλω να πω αυτό που σκέφτομαι…Αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή, δεν ξέρω, κάτι συμβαίνει. Με πιάνει ένα άγχος, μια φοβία, ένας φόβος μήπως φανώ γελοίος και τότε λέω ψέματα. Πάει, τέλειωσε… Εσείς λέτε την αλήθεια; Είστε οι κατάλληλοι άνθρωποι να μ’ ακούσετε; Κι όμως πρέπει να λέτε ψέματα…Σάς αρέσει να λέτε ψέματα και την ίδια στιγμή να πιστεύετε ότι δεν λέτε. Εσείς λέτε ψέματα στον ίδιο σας τον εαυτό…Εγώ έχω την ειλικρίνεια να ομολογήσω ότι λέω ψέματα, ότι είμαι ψεύτης.».

Ο ψέυτης του Cocteau, εξομολογείται στο κοινό πως ψεύδεται, αποκαλύπτοντας μια παράδοξη σχέση αλήθειας και ψεύδους εντός των ανθρώπινων σχέσεων. Με την παραδοχή της αλήθειας για ψέυδη του, είναι σε θέση να ξεμπροστιάζει την υποκρισία και τα μυστικά των θεατών – «δικαστών» του. Γίνεται ο ίδιος ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια.

H παραπάνω παράθεση, πέρα από το να στοχαστούμε φιλοσοφικά τη σχέση αλήθειας και ψεύδους στην ανθρώπινη κατάσταση, προβληματίζει σχετικά με το ποιος μπορεί να μιλήσει από «θέση αλήθειας», αποδίδοντας στον άλλον το χαρακτηρισμό - κατηγορία του «ψεύτη» και επιτάσσει να υπερβούμε την αυταπάτη ότι η αναζήτηση ή η παραδοχή της αλήθειας είναι ένα εύκολο εγχείρημα. Το να φέρω μια γνώση για το αν ο άλλος λέει την αλήθεια ή ψεύδεται, προϋποθέτει να μπορώ να ακούσω την ιστορία του/της με προσοχή, αλλά και να γνωρίζω και να συνειδητοποιώ τη σημασία της δικής μου ιστορίας. Η παραγνώριση των παραπάνω, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές στρεβλώσεις των ανθρώπινων σχέσεων.

Στις σχέσεις ενηλίκων - παιδιών ωστόσο, βλέπουμε πολύ συχνά και με ευκολία οι πρώτοι να χαρακτηρίζουν τα παιδιά «ψεύτες-τρες» και να ζητούν εξηγήσεις για μικρά ή μεγάλα ψέματα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, τα ψέματα των παιδιών χαρακτηρίζονται ως παθολογικά και οι ενήλικες προστρέχουν στους ειδικούς για να λύσουν το γρίφο. Παράλληλα, με την ίδια ευκολία που οι ενήλικες ξεσκεπάζουν τα παιδικά ψέματα και φαντασιοκοπίες, «ξεχνούν» ότι κρατούν καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, ψεύδονται οι ίδιοι-ες ή ακόμα και διαπράττουν προσβλητικές πράξεις σε βάρος των παιδιών τις οποίες τους ζητούν να αποσιωπήσουν.

Τι φανερώνουν όμως τα παιδικά ψέματα; Στις σημειώσεις του για τα «Δύο Παιδικά Ψέματα», ο Sigmund Freud (1913)2, ισχυρίζεται ότι τα παιδιά είναι φυσικό να ψεύδονται, αφού μιμούνται τους ενήλικες, αναγνωρίζοντας ότι τα παιδικά ψέματα είναι αποτέλεσμα στρεβλής συμπεριφοράς των ενηλίκων προς τα παιδιά. Οι αναλύσεις δύο ασθενών του Freud, φέρνουν στην επιφάνεια αναμνήσεις από γεγονότα της παιδικής τους ηλικίας, όπου εκείνες βρέθηκαν προσβεβλημένες από συμπεριφορές ενηλίκων ή από την επιβολή να αποσιωπήσουν αληθή γεγονότα (λ.χ. στη μία περίπτωση η μικρή χρηματιζόταν ώστε να κρατήσει κρυφή μια παράνομη σχέση ενηλίκων). Ένα παιδί που ψεύδεται είναι ένα παιδί που κρατά ένα μυστικό των ενηλίκων ή ασυνείδητα κωδικοποιεί με μυθεύματα μια άλλοτε επώδυνη, άλλοτε ντροπιαστική αλήθεια για τα βιώματά του.

Κι όμως, παρότι σε πρώτο χρόνο ο Freud ανακαλύπτει την πρωταρχική πηγή του ψεύδους στη μίμιση της υποκριτικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς των ενηλίκων, στη συνέχεια «ξεχνά» αυτήν την παραδοχή για να αναζητήσει τα αίτια του παιδικού ψέματος στην επήρεια πολύ δυνατών ερωτικών κινήτρων, ή αλλιώς στην ενδογενή ασυνείδητη ερωτική επιθυμία των παιδιών προς τους ενήλικες του αντίθετου φύλου (που στην περίπτωση των κοριτσιών συμβολίζει την απαγορευμένη επιθυμία για τον πατέρα). Η αλήθεια των μικρών κοριτσιών υποβαθμίζεται, περνώντας μέσα από το ερμηνευτικό φίλτρο του «συμπλέγματος του Οιδίποδα».

Μήπως εδώ ο πατέρας της ψυχανάλυσης αναζητώντας την αλήθεια της παιδικής ηλικίας, κατασκεύασε ψευδείς ερμηνείες για τα συμπτώματα των ασθενών του; Κι αν ναι, γιατί συνέβη αυτό;

Η βιογραφία του Freud, φέρνει στο φως μια άλλη περίπτωση όπου «ξέχασε» την πρώτη του ανακάλυψη. Σύμφωνα με τον Jeffrey Masson3, ο Freud βασιζόμενος σε πολλές πληροφορίες που συνέλεξε από τις θεραπείες του, είχε αρχικά υποστηρίξει ότι η αιτία της ψυχικής ασθένειας (συγκεκριμένα της υστερίας), βρίσκεται στην πρώιμη αποπλάνηση ή σεξουαλική παραβίαση του παιδιού από έναν ενήλικα του άλλου φύλου (θεωρία της αποπλάνησης ή αλλιώς Neurotica). Αφού όμως δημοσιεύτηκε αυτή η υπόθεση και καθώς δεν έτυχε ιδιαίτερης απήχησης, ο Freud σταμάτησε να πιστεύει στην αλήθεια της θεωρίας (και των ασθενών του), ισχυριζόμενος ότι είναι αδύνατο τόσοι πολλοί ενήλικες να αποπλανούν ή να προσβάλουν τα παιδία τους και αντέστρεψε την οπτική του. Από το αποπλανημένο παιδί, πήγε στο παιδί αποπλανητή, που εμφανίζεται στη θεωρία του Οιδιποδείου Συμπλέγματος.

Η ψυχαναλύτρια Marie Balmary4, ανακαλύπτει μέσα από διάφορες βιογραφίες του Freud πολλά μυστικά και ψέματα του πατέρα του προς εκείνον, όπως για παράδειγμα ότι είχε παντρευτεί τρεις και όχι δύο φορές όπως πίστευε και ότι η τελευταία γυναίκα του είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί από τη ζωή του πατέρα του. Παράλληλα, η Balmary βλέπει πώς η θεωρία του Οιδίποδα ήρθε λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του και υποθέτει ότι την «ανακάλυψε», για να «ξεχάσει» τις βαριές προσβολές του πατέρα απέναντι στον ίδιο και την οικογένεια του και να δικαιώσει τον τεθνεόντα. Από εκείνη την περίοδο και έπειτα ο Freud σταμάτησε να πιστεύει στη Neurotica του5, να ακούει τις διηγήσεις προσβολής των ασθενών του και άρχισε να τις υποψιάζεται για «ασυνείδητη» μυθοπλασία και ψέυδη.

Φαίνεται ότι ακόμα και ο Freud, που αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας του υποκειμένου που μιλά, παραγνώρισε τη σημασία της προσωπικής του ιστορίας, μη δυνάμενος ποτέ να απαλλαγεί από τα γονεϊκά σφάλματα και οδηγήθηκε σε ψευδείς ή εσφαλμένες ερμηνείες που αποσιώπησαν την αλήθεια των ασθενών του, την αλήθεια της παιδικής ηλικίας.

Ίσως αν ο Ψεύτης του Cocteau ξάπλωνε στο ντιβάνι του Freud, να τον είχε βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τα ψεύδη που έλεγε εκείνος στον εαυτό του για να «σώσει» την τιμή του πατέρα του. Όσο για εμάς αν θέλουμε να ακούσουμε την αλήθεια των παιδιών θα πρέπει να αποφύγουμε τις παγίδες που έπεσε ο Freud και να διηγηθούμε στα παιδιά με λόγο και έργα, ότι ο αληθινός κόσμος είναι ένας τόπος αγάπης και εμπιστοσύνης, που διαλύει τους καταναγκασμούς για συγκάλυψη μυστικών και αποδοχής των προσβολών. Έτσι μόνο θα δώσουμε χώρο και χρόνο στα παιδιά, ώστε τα μυστικά τους να γίνουν εξομολογήσεις…ώστε η αλήθεια τους να λάμψει.

Σημειώσεις

  1. Βλ.Cocteau Jean, Μονόπρακτα: Η ανθρώπινη φύση, Το Φάντασμα της Μασσαλίας, Η Ψεύτρα, Την έχασα, Δωδώνη, Αθήνα, 1994. 

  2. Βλ. «Deux mensonges d’enfant» στο βιβλίο «Névrose, psychose et perversion», Παρίσι, PUF, 1988. Το κείμενο είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά εδώ: champlacaniengr.files.wordpress.com 

  3. Βλ. Η εγκαταλελειμμένη θεωρία της αποπλάνησης (άρθρο στην αγγλική γλώσσα): publishing.cdlib.org 

  4. Βλ. Balmary Marie, Η Απαγορευμένη Θυσία: ο Freud και η Βίβλος, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1994. 

  5. Από τα γράμματα του Freud στον W. Fliess: Δεν πιστεύω πια στη Neurotica μου. Η έκπληξη ότι σε όλες τις περιπτώσεις, ο πατέρας, μη εξαιρουμένου του δικού μου, θα έπρεπε να κατηγορηθεί για τόσες διαστροφές, η συνειδητοποίηση της απροσδόκητης συχνότητας της υστερίας, με τις ίδιες ακριβώς συνθήκες να επικρατούν σε καθεμία από τις περιπτώσεις, με κάνει να πιστεύω ότι δεν είναι πιθανό να συμβαίνουν τόσες διαστροφές σε βάρος των παιδιών. Sigmund Freud, Complete Letters to Fliess, σ. 215