Σχολική διαρροή, Σχολική Αποτυχία – Μια παράξενη «παθολογία»

γράφει η Ελεονώρα Γκουσιάρη,
Ψυχολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη, Ξενώνες Εφήβων «Πλόες» - Ε.ΨΥ.ΜΕ.


Ο όρος σχολική διαρροή μπορεί να είναι σχετικά νέος στη βιβλιογραφία, ωστόσο η συζήτηση για τη σχολική αποτυχία είναι αρκετά προγενέστερη. Η μελέτη της σχολικής αποτυχίας ως μείζονος κοινωνικού-πολιτικού προβλήματος προς αντιμετώπιση, χρονολογείται από τη θέσπιση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) μεταρρύθμιση που θεμελιώθηκε στις αξίες του Διαφωτισμού1 με κύριο γνώμονα την απαγκίστρωση της Παιδείας από την Εκκλησία και την κατάργηση των ανισοτήτων που επέφερε η περιορισμένη πρόσβαση των φτωχών στην εκπαίδευση. Όλα τα παιδιά, από όπου κι αν προέρχονταν είχαν ως «υποχρεωτικό δικαίωμα» τη συμμετοχή στο σχολείο έως και την ηλικία των 16 ετών2. Διαχρονικά, το ζήτημα της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, φαίνεται να απασχολεί τόσο τους κυβερνώντες και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όσο και γονείς και μαθητές-τριες.

Στο Στρατηγικό Πλαίσιο Πολιτικής για τη Μείωση της Πρόωρης Εγκατάλειψης του Σχολείου (ΠΕΣ) στην Ελλάδα (ΙΕΠ, 2015), συναντούμε τον όρο μαθητική διαρροή (school dropout), ο οποίος αφορά στην εγκατάλειψη οποιασδήποτε βαθμίδας ή τάξης. Σε λειτουργικό επίπεδο ωστόσο, το φαινόμενο φαίνεται να σχετίζεται κυρίως με εκείνα τα παιδιά που αποτυγχάνουν να περατώσουν τις εκπαιδευτικές βαθμίδες που αποτελούν «αναγκαία συνθήκη για τη συνέχιση των σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση, προκειμένου για την ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας» (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 2006). Μελέτες3 υποστηρίζουν ότι η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, είναι συνυφασμένη με επισφαλείς και κακοπληρωμένες μορφές απασχόλησης, ενώ συχνά αποτελεί παράγοντα φτώχειας, διάλυσης της οικογένειας, κακής σωματικής και ψυχικής υγείας, διακρίσεων, παραβατικότητας κ.α.

Από την άλλη, οι παραπάνω καταστάσεις αποτελούν και εκλυτικούς μηχανισμούς διαλείπουσας συμμετοχής ή σχολικής αποτυχίας για τα παιδιά που προέρχονται από περιβάλλοντα στερήσεων. Εδώ εμφανίζεται ένα σχήμα κυκλικής αιτιότητας ή γενεακής μεταβίβασης της ‘αποτυχίας’. Τα φτωχά ή μειονεκτούντα παιδιά δεν επιτυγχάνουν κοινωνική ανέλιξη, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων ή των θεσμικών αποκλεισμών4 που βιώνουν από τις εκπαιδευτικές διαδικασίες (διδασκαλίας, μάθησης, αξιολόγησης). Το δίχως άλλο, φαίνεται πως το όνειρο των Διαφωτιστών για ισότητα στην εκπαίδευση, δεν πραγματώθηκε διαμέσου του θεσμού της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

Όπως διαπιστώνει η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια Anny Cordie στο έργο της Κουμπούρες δεν Υπάρχουν: Ψυχανάλυση και Σχολική Αποτυχία (1993), όταν μιλούμε για σχολική αποτυχία στη σύγχρονη εποχή, αναφερόμαστε σε ένα ‘παθολογικό φαινόμενο’, καθώς η αποτυχία στο σχολείο μεταφράζεται σε ‘αποτυχία στη ζωή’. Ωστόσο, για την ίδια, αυτή η ‘παθολογία’ δεν γεννάται μόνο από τα προβλήματα, τις ανισότητες ή τις καταπιέσεις των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά και «από ένα υποκείμενο που δυσφορεί στη γλώσσα μιας εποχής, όπου κυρίαρχες αξίες της είναι η δύναμη του χρήματος, η πρόσβαση στα καταναλωτικά αγαθά και η κοινωνική επιτυχία» (Κορντιέ, 2008, σσ. 15, 18). Η κοινωνική πίεση λειτουργεί ως παράμετρος που αποκρυσταλλώνει το πρόβλημα, ενώ αυτό εγγράφεται με μοναδικό τρόπο στην ιστορία του κάθε ανθρώπου, όπως επισημειώνει η Cordie. Αν το χρήμα και το υψηλό κοινωνικό στάτους ως προεξάρχουσες αξίες των καπιταλιστικών κοινωνιών, αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για να ‘είσαι κάποιος’ που οι άλλοι υπολογίζουν και σέβονται, η σχολική αποτυχία προεικάζει και την παραίτηση του υποκειμένου από αυτές τις αξίες - απολαύσεις.

Η Cordie συζητά πολλές περιπτώσεις σοβαρής άρνησης για το σχολείο, όπου παρατηρούμε παιδιά να διατυπώνουν ανοικτά τη φιλοδοξία τους να μην είναι αυτοί-ες οι ‘κάποιοι-ες’ που οι γονείς ή οι δάσκαλοί τους ονειρεύτηκαν. Σε αντιδιαστολή, βλέπουμε να επιθυμούν να εναντιωθούν στα οικογενειακά και κοινωνικά ιδανικά, επιδιώκοντας ενεργητικά να είναι ‘αλήτες-ισσες’, να είναι ‘αποτυχημένοι-ες’. Καθένα από αυτά τα ‘αποτυχημένα’ παιδιά, έχει να διηγηθεί τη δική του ιστορία καταναγκασμών από τα ιδανικά ή τις στερήσεις της οικογένειας, από τις επιταγές επιτυχίας ή την αδιαφορία των δασκάλων. Η αξιολογική κρίση ‘είσαι κακός μαθητής-τρια’, πολλές φορές αντηχεί ως ‘είσαι κακός-η γιος/κόρη’, ‘κακός άνθρωπος’ για το κοινωνικό σύνολο. Οι καταναγκασμοί και οι κρίσεις δύνανται να συνθλίψουν την επιθυμία για μάθηση.

Όμως κανείς-μια δεν μπορεί να μάθει χωρίς επιθυμία, σχέδιο και προοπτική μέλλοντος. Χωρίς να βρίσκει τον αληθινό εαυτό του/της εντός της διαδικασίας και του αντικειμένου της μάθησης. Η Cordie φέρνει μια εικόνα - φράση του Montaigne, για τη σημασία της δημιουργίας μέσα από τη διαδρομή της μάθησης: Οι μέλισσες πετούν από λουλούδι σε λουλούδι, αλλά μετά κάνουν το μέλι που είναι κατάδικό τους, δεν είναι πια ούτε θυμάρι, ούτε ματζουράνα (Κορντιέ, 2008, σ. 26).

Κανείς-μια δεν αγαπά κάτι σε καθεστώς καταναγκασμού, αιχμαλωσίας στο δίχτυ των αιτημάτων ή προσταγών των άλλων. Εν ουδεμία, επίσης, περιπτώσει δεν αγαπά τα μοντέλα μάθησης εγκιβωτισμένα σε ψηφιακά δωμάτια ή υπό την τήρηση αυστηρών υγειονομικών πρωτοκόλλων. Ίσως σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχει νόημα να ξανασκεφτούμε και να διεκδικήσουμε χώρους μάθησης μακριά από υποχρεωτικότητες, χώρο και χρόνο να ακούσουμε τις ιστορίες των ‘κακών’ μαθητών-τριων, εκείνων που όπως έγραφε και ο Γάλλος ποιητής Jacques Prevert (Κόρφης, 1982), λένε όχι με το κεφάλι αλλά ναι με την καρδιά, λένε όχι στον καθηγητή, αλλά ναι σε όσους αγαπούν.

Στην ιστορία του Τυφλοπόντικα του Philippe Barbeau (Barbeau, 1988), ένας δάσκαλος βρίσκεται σε μια τάξη τόσο ‘κακών΄ μαθητών, που σχεδόν μισούν το σχολείο. Με μάθημα εκτός των σχολικών εγκαταστάσεων και άνοιγμα σε μια κοινότητα αγάπης, εμψυχώνει και εν τέλει δίνει στους μαθητές τον δικό τους χωροχρόνο να βρουν τον εαυτό τους στο μάθημα, να ονειρευτούν ξανά. Ύστερα από μια γεμάτη μέρα στο σχολείο, ο μικρός Frank, έχει θεραπευτεί από την ‘ασθένεια’ της σχολικής αποτυχίας και κοιμάται έχοντας το βιβλίο του στο χέρι, τη θάλασσα στα όνειρά του κι ένα μεγάλο κύμα πάνω στην καρδιά του….

Βιβλιογραφία

  1. Barbeau, P. (1988). Τυφλοπόντικας. Αθήνα: ΝΕΦΕΛΗ.
  2. ΙΕΠ. (2015, Ιούνιος - Δεκέμβριος). ΥΠΑΙΘ. Ανάκτηση από https://www.minedu.gov.gr
  3. Κορντιέ, Α. (2008). Κουμπούρες δεν υπάρχουν: Ψυχανάλυση και Σχολική Αποτυχία. Αθήνα: Ολκός.
  4. Κόρφης, Τ. (1982). Συνυπάρξεις. Αθήνα: Πρόσπερος.
  5. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. (2006). Η Μαθητική Διαρροή στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Γυμνάσιο, Ενιαίο Λύκειο, ΤΕΕ. Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Σημειώσεις

  1. Ενδεικτικά βλ. Φιλοσοφική θεωρία Αδαμάντιου Κοραή για την παιδεία, Ζυλ Φερύ: Λόγος για την Ισότητα στην Εκπαίδευση. 

  2. 15 ή 16 ανάλογα με τη διαφορετική διάρθρωση των σχολικών βαθμίδων από χώρα σε χώρα. 

  3. Βλ. Bowers et al., 1999. 

  4. Διακρίσεις που προκύπτουν από τη μειωμένη αποδοχή των πολιτισμικών διαφορών, γλώσσας, φυλετικής ταυτότητας κ.α.